χρονισμός

χρονισμός
ο
1) затяжка, задержка; запаздывание; 2) длительное пребывание (где-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χρονισμός" в других словарях:

  • χρονισμός — tarrying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμός — ο, ΝΜΑ [χρονίζω] μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβή μσν. εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση τού Ιησού Χριστού αρχ. 1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο …   Dictionary of Greek

  • χρονισμοῦ — χρονισμός tarrying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμῷ — χρονισμός tarrying masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονισμόν — χρονισμός tarrying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»